- συγγραφή
- η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν ξυγγραφῇ καὶ ἐναντίον μαρτύρων», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. α) «συγγραφή υποχρεώσεων»(σχετικά με μίσθωση έργου) το σύνολο τών ειδικών όρων υπό τους οποίους ανατίθεται η εκτέλεση ενός έργουβ) «συγγραφή γενικών όρων» — συγγραφή που περιλαμβάνει τους νομικούς όρους και τις προϋποθέσεις συμμετοχής σε διαγωνισμό ανάληψης δημόσιου έργουαρχ.1. αφήγηση, εξιστόρηση, περιγραφή σε πεζό λόγο2. (ειδικά) στίγμα στο μάτι3. φρ. α) «κατὰ τὰς συγγραφάς» — σύμφωνα με το περιεχόμενο τού συμφωνητικού (Λυσ.)β) «κατά συγγραφήν» — με συμβόλαιο επιγρ.γ) «συγγραφὴν ἔχει» — παρέχει ύλη για συγγραφή (Ηρόδ.)δ) «συγγραφὴν ἔχω παρά τινος» — έχω έλθει σε έγγραφη συμφωνία με κάποιον (Ανδοκ.)ε) «συγγραφαὶ ναυτικαί» — συμβόλαια για την εξασφάλιση τών χρημάτων ναυτικού δανείου με υποθήκη τού πλοίου (Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.